ἐκλεκτοί

ἐκλεκτοί
ἐκλεκτός
picked out
masc nom/voc pl
ἐκλεκτόω
to be separated
pres subj mp 2nd sg
ἐκλεκτόω
to be separated
pres ind mp 2nd sg
ἐκλεκτόω
to be separated
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εκλεκτός — και εκλεχτός, ή, ό (AM ἐκλεκτός, ή, όν) 1. (για πρόσ. και πράγμ.) διαλεχτός, εξαιρετικός 2. αυτός που εκλέχθηκε σ ένα αξίωμα 3. εξαιρετικής ποιότητας 4. ως ουσ. οι εκλεκτοί αυτοί τους οποίους διάλεξε ο θεός, οι αγαπημένοι τού θεού («πολλοὶ κλητοὶ …   Dictionary of Greek

  • Codex Bezae — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 05 A sample of the Greek text from the Codex Bezae …   Wikipedia

  • αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… …   Dictionary of Greek

  • και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… …   Dictionary of Greek

  • κλητός — ή, ό (AM κλητός, ή, όν) προσκεκλημένος, καλεσμένος («πολλοὶ γὰρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί», ΚΔ) αρχ. 1. ευπρόσδεκτος («οὗτοι γὰρ κλητοί γε βροτῶν ἐπ ἀπείρονα γαῑαν», Ομ. Οδ.) 2. περιζήτητος, σπουδαίος, εκλεκτός 3. αυτός που έχει κλητευθεί… …   Dictionary of Greek

  • κρυπτεία — Αστυνομικό σώμα της αρχαίας Σπάρτης. Κύρια αποστολή του ήταν ο έλεγχος των ειλώτων και είχε θεσπιστεί με νόμο από τον Λυκούργο. Η υπηρεσία αυτή επανδρωνόταν σε ετήσια βάση από νεαρούς Σπαρτιάτες, οι οποίοι διορίζονταν από τους έφορους. Οι νέοι… …   Dictionary of Greek

  • νήριτος — νήριτος, ον (Α) (ποιητ. τ.) 1. αναρίθμητος, απειράριθμος 2. (το ουδ. ως κύριο όν.) Νήριτον όρος στην Ιθάκη, το σημερινό βουνό τής Ανωγής 3. (κατά τον Ησύχ.) ο νηρίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. από το στερ. πρόθημα νη * και β συνθετικό το θ. αρι… …   Dictionary of Greek

  • Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… …   Dictionary of Greek

  • Αλ Μαμούν — (AlMamun, 786 – 833 μ.Χ.). Χαλίφης της Βαγδάτης από τη δυναστεία των Αββασιδών, γιος του χαλίφη Χαρούν αλ Ρασίντ. Μπόρεσε να σταθεροποιηθεί στον θρόνο του αφού κατέπνιξε με τη βία τις διάφορες εξεγέρσεις και τους εμφύλιους πολέμους που… …   Dictionary of Greek

  • Διομεία — Αρχαίος δήμος της Αθήνας, που ανήκε στην Αιγηίδα φυλή. Βρισκόταν ΒΑ της Αθήνας και πήρε την ονομασία του από τον Δίομο, γιο του Κολυττού. Στον δήμο αυτόν υπαγόταν το ιερό του Ηρακλή και το Γυμνάσιο Κυνοσάργους. Προς τιμήν του Ηρακλή τελούσαν τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”